θιασωτῶν

θιασωτῶν
θιασώτης
member of a
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρχιβουκόλος — ἀρχιβουκόλος και βούκολος, ο (Α) ο πρώτος ανάμεσα στους βουκόλους (τίτλος θιασωτών του Διονύσου) …   Dictionary of Greek

  • ευμενισταί — εὐμενισταί, οἱ (Α) [ευμενίζω] επιγρ. θίασος, όμιλος θιασωτών τού Ευμένους …   Dictionary of Greek

  • νεβρίδα — η (Α νεβρίς, ῑδος και ίδος) το δέρμα τού νεβρού, τού νεογνού τού ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.) νεοελλ. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών τής οικογένειας τών συαινιδών αρχ. το δέρμα τού νεαρού ελαφιού, ιδίως ως… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”